καβαλικευτός

καβαλικευτός
-ή, -ό [καβαλικεύω]
(για άλογο ή άλλο ζώο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύσει ή έχει ιππεύσει, αυτός που δεν είναι χωρίς αναβάτη.
επίρρ...
καβαλικευτά
καβαλητά, ιππαστί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”